- Αργίτης
- οθηλ. -ισσα ο κάτοικος του Άργους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αργείος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λικυμνίου από την Τίρυνθα. Σκοτώθηκε στην εκστρατεία του Ηρακλή εναντίον της Τροίας, στην οποία συμμετείχε μαζί με τον αδελφό του Μέλανα. 2. Ένας από τους γιους της Νιόβης (βλ. λ.). 3. Ένας Κένταυρος που… … Dictionary of Greek
φιλαργείος — ον, Α φίλος τών Αργείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Ἀργεῖος «Αργίτης, Έλληνας»] … Dictionary of Greek
Άβαι — Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Φωκίδας, κοντά στο σημερινό χωριό Έξαρχος της Λοκρίδας. O Παυσανίας αναφέρει ότι την ίδρυσε o Αργίτης Άβας, ενώ o Αριστοτέλης θεωρεί οικιστές της Θράκες, που πήγαν κατόπιν στην Εύβοια. Τη θεωρούσαν ιερή πόλη του… … Dictionary of Greek